- συγγνώμη
- η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω]άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρησηνεοελλ.1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας, γάμου ή υιοθεσίας ή σε λόγο αποκλήρωσης και κληρονομικής αναξιότητας συγχωρεί τον πταίσαντα, υπό την έννοια ότι αποσβήνει τις νομικές συνέπειες τού παραπτώματος2. φρ. «ζητώ συγγνώμη», ή, απλώς, «συγγνώμη» — με συγχωρείτεαρχ.1. συμπάθεια, εύνοια, επιείκεια2. (στη ρητ.) α) ομολογία, αναγνώρισηβ) αναίρεση, ακύρωση3. (σε συνεκφορά με τα ρήματα δίδωμι, ποιοῡμαι, νέμω και ἀπονέμω) συγχωρώ4. φρ. α) «συγγνώμην ἔχω» — συγχωρώ (Ευρ.)β) «συγγνώμης τυγχάνω [ή λαμβάνω]» — συγχωρούμαι (Ανδοκ.)γ) «συγγνώμη ἐστί [ή γίγνεταί] τινι» — συγχωρείται κάποιος (Ηρόδ.)δ) «συγγνώμην αἰτοῡμαι» — ζητώ συγγνώμη (Πλάτ.)ε) «ξυγγνώμη ἐστί» — πρέπει να συγχωρεθεί (Ηρόδ.)στ) «συγγνώμην ἔχει» — μπορεί να συγχωρεθεί (Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.